φαλαινοθηρία

φαλαινοθηρία
η китобойный промысел

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φαλαινοθηρία" в других словарях:

  • φαλαινοθηρία — η, Ν (αλιευτ.) αλιεία φαλαινών για την παραγωγή τροφής, ελαίου ή και τών δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλαινοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Αγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • φαλαινοθηρία — η η θήρα (αλιεία) φαλαινών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»